Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

«Γιατί δεν φεύγω από την πλατεία Βικτωρίας, την πλατεία της ζωής μου»

Της Αναστασιας Βασιλοπουλου*
Η πλατεία της ζωής μου. Τριάντα τέσσερα χρόνια στην ίδια γειτονιά. Oλα έχουν αλλάξει εκτός από την οικειότητα με τον τόπο. Η πλατεία κι εγώ γύρω, πάνω, απέναντί της, πίσω από το άγαλμα, μπροστά από το περίπτερο, ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλιά του ηλεκτρικού, στα εκατό, πενήντα μέτρα από και προς αυτήν.
Πυξίδα προσανατολισμού και σκηνικό αναφοράς ολόκληρης της ζωής μου.
Βικτώρια, εσύ είσαι; Πώς κατάντησες έτσι; Γιατί μουτζουρώθηκες, γιατί αφέθηκες να βρωμιστείς, ποιοι είναι αυτοί που συνωστίζονται στις πλάκες σου;
«Αλήθεια, μένεις στη Βικτώρια; Πώς μπορείς; Ε, κάποιος πρέπει να μείνει και εκεί...»
Οι συνθήκες δυσκολότερες από ποτέ, όμως εγώ εξακολουθώ να μένω εδώ, λίγο πιο πάνω από το σπίτι όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οχι ότι δεν σκέφτηκα ποτέ να μετακομίσω, να σηκωθώ να φύγω και να βρω την ησυχία μου. Ούτε σκουπίδια, ούτε εγκληματικότητα, ούτε τίποτα πια να αγανακτώ ή να φοβάμαι, μόνο τα συνήθη. Oμως, τι είναι αυτό που με κρατά; Λόγοι βαθύτεροι; Προσωπικοί; Αφού όλα μπορούν να αλλάξουν, όλα συνηθίζονται, το νέο είναι ελκυστικό, ελπιδοφόρο, απρόσμενο. Γιατί ακόμη στην πλατεία;
Γιατί εδώ ζει η οικογένειά μου, όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ και δυσκολεύονται στις αλλαγές. Εδώ είναι η περιουσία τους, τα σπίτια τους, ακόμη κι αν τα κουδούνια των πολυκατοικιών γέμισαν από χαρτάκια ξένων ονομάτων. Τους έχω τρελάνει στις παρατηρήσεις, δεν μιλάνε καθόλου, μου λέει η μάνα μου για μια πολυμελή οικογένεια Ινδών, που μένει στο διπλανό με το πατρικό μου διαμέρισμα. Φεύγοντας κάποια φορά, περνώντας μπροστά από το σπίτι των Ινδών, κοίταξα κλεφτά, μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα, εκεί όπου κάποτε πήγαινα κάθε μεσημέρι για να συναντήσω τους παιδικούς μου φίλους. Και κάπου ανάμεσα στα κρεμασμένα χαλιά και την άναρχη διακόσμηση του ινδικού νοικοκυριού, είδα τον εαυτό μου παιδί να γελάει δυνατά μεσημεριάτικα. Εδώ είναι και οι αναμνήσεις μου.
Τις καθημερινές, ξεκινώντας βιαστική για τη δουλειά, πορεύομαι προς τα δεξιά, προς την Ομόνοια και το μεγάλο κέντρο. Το μέγαρο με τους απεργούς, η φρίκη της Πατησίων, η σταδιακή αλλαγή προς το μητροπολιτικότερο ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, μέχρι το ύψος της στοάς Κοραή.
Στις διαδρομές μου προς τ’ αριστερά, το βήμα χαλαρώνει. Μια ματιά στο θέατρο Πορεία –έχει κόσμο σήμερα;–, λίγα ψώνια στα μαγαζιά επί της 3ης, άλλοτε άνοδος προς το Πεδίον για ελεύθερα χιλιόμετρα, έξω από το Τριανόν γυναίκες με μαντίλες περπατούν αδιάφορα, το έργο τις αφορά… Πίσω στην πλατεία περαστική απ’ τη γιαγιά μου, λίγες κουβέντες με τον Λάμπρο στο περίπτερο, που έμαθε βασικά αφγανικά για να συνεννοείται με τους νέους του πελάτες, σλάλομ ανάμεσα στα σεντόνια με τα λαθραία, τα καφέ που επιμένουν με τους φανατικούς, επιστροφή στο σπίτι, πάλι από την 3ης, με θέα την Ακρόπολη στο βάθος. Δεν είναι άσχημα τελικά, κι αυτό συνηθίζεται.
* Η κυρία Αναστασία Βασιλοπούλου είναι κάτοικος της Πλατείας Βικτωρίας.

Hμερομηνία :  19/3/11   
Copyright:  http://www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου